- χαλκοπλαστικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τέχνη τής κατεργασίας τού χαλκού2. το θηλ. ως ουσ. η χαλκοπλαστικήη κατεργασία τού χαλκού και, ιδίως, η γλυπτική σε χαλκό.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκοπλάστης. Το θηλ. χαλκοπλαστική μαρτυρείται από το 1865 στον Α. Ρ. Ραγκαβή].
Dictionary of Greek. 2013.